-
1 плечо
1. тех. ο βραχίονας, ο βραχίων-восстанавливающего момента ο μοχλο-βραχίονας ευστάθειας (ανόρθωσης/επανα-φοράς)- статической остойчивости - της στατικής ευστάθειας, μετακεντρικός -2. анат. о ώμος, ο βραχίονας, ο βραχίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плечо
-
2 палец
1. тех. о πείρος, η περόνη 2. анат. το δάκτυλοбезымянный - παράμεσο -, ο δα-κτυλίτηςуказательный - ο λιχανός, ο δείκτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > палец
-
3 длина
το μήκ/οςв - у στο -, σε -- вылета (напр. струи воды) βεληνεκές -, η ακτίνα-камеры сгорания (ркт.) - του θαλάμου καύσηςразрывная - θραύσης, το μέγιστο μήκος αναρτημένου σύρματοςίνας κ.λπ. στο οποίο το σύρμα δεν κόβεται κάτω από το ίδιο βάρος- судна полная ολικό/μέγιστο - του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > длина
-
4 инерции
(сопр.) - της αδράνειας- кривошипа - τουστροφάλου, η απόσταση στροφάλου από τοκέντρο του δίσκου- поворота (ав.2. (сфера действия, распространениячего-л.) η ακτίνα, η εμβέλεια, ο τομέας, ηέκτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инерции